- ἀποχέτευσις
- ἀποχέτ-ευσις, εως, ἡ,A drawing off,
περιττωμάτων Ph.1.29
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιττωμάτων Ph.1.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποχέτευσις — drawing off fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχετεύσεις — ἀποχέτευσις drawing off fem nom/voc pl (attic epic) ἀποχέτευσις drawing off fem nom/acc pl (attic) ἀποχετεύω draw off aor subj act 2nd sg (epic) ἀποχετεύω draw off fut ind act 2nd sg ἀ̱ποχετεύσεις , ἀποχετεύω draw off futperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχέτευσιν — ἀποχέτευσις drawing off fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχέτευση — Σύστημα υπονόμων και σωλήνων που χρησιμεύουν για να μεταφέρουν μακριά από ορισμένες ζώνες, ιδιαίτερα τις κατοικημένες, τα υγρά και καμιά φορά και τα στερεά απορρίμματα (λύματα). Διακρίνουμε δύο κατηγορίες υδάτων προς α., τα ακάθαρτα και τα νερά… … Dictionary of Greek
ἀποχετεύσεως — ἀποχετεύσεω̆ς , ἀποχέτευσις drawing off fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)